αναδασώνω

αναδασώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. φυτεύω πάλι με δέντρα έκταση που απογυμνώθηκε: Η έκταση που απογυμνώθηκε από την πυρκαγιά αναδασώνεται.
2. φυτεύω δέντρα για να γίνει δάσος: Αναδασώνονται όλες οι γυμνές περιοχές στην Αττική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναδασώνω — αναδασώνω, αναδάσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναδασώνω — 1. δενδροφυτεύω εκ νέου έκταση που απογυμνώθηκε από τα δέντρα της λόγω πυρκαγιάς ή άλλης αιτίας, ξαναδημιουργώ το δάσος 2. φυτεύω δέντρα σε φαλακρό χώρο, για να τόν μετατρέψω σε δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δασώνω. ΠΑΡ. αναδάσωμα, αναδάσωση,… …   Dictionary of Greek

  • αναδάσωμα — το [αναδασώνω] η αναδάσωση …   Dictionary of Greek

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • αναδάσωση — η το να αναδασώνει κανείς (βλ. αναδασώνω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”